Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι κυριότερες συστημικές αδυναμίες της Ευρωζώνης, ακόμη και πριν από την έλευση της κρίσης;
Πιστεύω ότι υπάρχει μια σειρά από σχεδιαστικές αδυναμίες, γι’ αυτό και θα αναφερθώ στις σημαντικότερες εξ’ αυτών. Κατά τη γνώμη μου, η πρώτη έγκειται στο γεγονός ότι παρόλο που η κυκλοφορία χρήματος οργανώθηκε σε κεντρικό επίπεδο, πολλές από τις οικονομικές πολιτικές διατηρήθηκαν στο επίπεδο των εθνικών κρατών, δημιουργώντας έτσι ένα περιβάλλον όπου οι χωρές είχαν τη δυνατότητα να αποκλίνουν. Έχουμε δει ότι μπορούμε να οδηγηθούμε από εξαιρετική οικονομική άνθηση σε φούσκες, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, είδαμε την καταναλωτική φούσκα στην Ελλάδα, ενώ δεν συνέβη το ίδιο σε άλλες χώρες. Έτσι, εντός της νομισματικής ένωσης είχαν δημιουργηθεί αποκλίσεις, οι οποίες διέφευγαν από κάθε έλεγχο, καθώς δεν υπήρχε μηχανισμός για τον περιορισμό τους. Έπειτα, έγινε φυσικά εμφανές ότι, για τις χώρες που γνώρισαν ραγδαία οικονομική άνθηση, η επιλογή τους να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη αυτή μέσω υπερβολικού χρέους ήταν πλέον μη-βιώσιμη. Στον τομέα του σχεδιασμού, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να συνεκτιμά καθ’ οποιονδήποτε τρόπο αυτές τις αποκλίσεις.
Η άλλη αποτυχία στο κομμάτι του σχεδιασμού αφορά το γεγονός ότι, όταν ξεκινήσαμε τη νομισματική ένωση, κάτι άλλαξε ριζικά. Αυτό αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις, ενώ έσπευσαν να ενταχθούν στη νομισματική ένωση, είχαν ως τότε τη δυνατότητα να εκδίδουν το δικό τους νόμισμα και, ως εκ τούτου, ήταν σε θέση να εγγυηθούν στους ομολογιούχους τους ότι τα χρήματα θα είναι πάντα εκεί, αφού «εμείς οι ίδιοι τυπώνουμε τα χρήματα». Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να εγγυηθεί στους ομολογιούχους ότι οι τόκοι -σε δραχμές- θα είναι πάντα εκεί για να τους αποπληρώσει. Φυσικά, αυτό προκάλεσε σύγχυση σε κάποιους, που νόμισαν ότι τουλάχιστον έτσι δεν θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε πτώχευση από την αγορά. Και αυτό άλλαξε δραματικά με την έναρξη της νομισματικής ένωσης, όταν ξαφνικά όλες αυτές οι κυβερνήσεις έπρεπε να εκδίδουν χρήμα σε ένα ξένο νόμισμα, στο ευρώ, και συνεπώς δεν μπορούσαν να εγγυηθούν ότι τα μετρητά θα είναι πάντα εκεί.
Ως εκ τούτου, όταν η χώρα βρεθεί υπό πίεση, δημιουργείται η αίσθηση ότι η κυβέρνηση στερείται πλέον τα απαραίτητα μετρητά για να παραμείνει στην αγορά, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει ένα αίσθημα κρίσης και να εξωθήσει τις κυβερνήσεις σε υπέρμετρη λιτότητα, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε ύφεση. Αυτό που έλειπε, στην περίπτωσή μας, ήταν η βούληση της Κεντρικής Τράπεζας να παράσχει ρευστότητα σε περίοδο κρίσης. Αυτή ήταν, λοιπόν, η δεύτερη σχεδιαστική αποτυχία -και οι δυο μαζί έπαιξαν τον ρόλο τους- επειδή η απόκλιση για την οποία μιλούσα προκάλεσε αναστάτωση σε μια συγκεκριμένη κυβέρνηση ή σε αρκετές κυβερνήσεις. Αυτές, δημιούργησαν από μόνες τους μια ατμόσφαιρα κρίσης και εξωθήθηκαν σε μια κακή ισορροπία. Αυτές είναι οι σχεδιαστικές αποτυχίες και θα πρέπει να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε αυτό. Συνέχεια →